-
1 ἐπι-βουλείω
ἐπι-βουλείω, im Sinne haben, vorhaben, bes. etwas Feindseliges u. Heimliches anstiften; absol., λάϑρᾳ Soph. O. R. 618; ἐπιβουλευόμενοι καὶ ἐπιβουλεύονιες Plat. Rep. III, 417 b; hinterlistig gegen Einen anzetteln, ἐπανάστασίν τινι Her. 3, 119; ϑάνατόν τινι 3, 122, wie Ar. Th. 335; Antiph. 1, 28 Andoc. 4, 15; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Thuc. 6, 54. Gew. mit dem bloßen dat. der Person, nachstellen, auflauern, πόλει Aesch. Spt. 29; ϑεοὶ ϑεοῖς πολεμοῠσι καὶ ἐπιβουλεύουσι Plat. Rep. II, 378 b; ὥσπερ ἐραστὴς παιδικοῖς Conv. 217 c u, öfter. – Allgemein, πρήγμασι μεγάλοισι, auf große Dinge ausgehen, im Sinne haben, Her. 3, 122, wie τοιούτοις ἔργοις Lys. 28, 8; τυραννίδι, nach der Tyrannis trachten, Plat. Gorg. 473 c; τῇ τῶν Ἑλλήνων φϑορᾷ Menex. 241 e; c. inf., τοὺς δὲ ἐπιβουλεύειν τὸν Ἀρίονα ἐκβαλόντας ἔχειν τὰ χρήματα Her. 1, 24; vgl. Plat. Conv. 203 b; ἐπιβουλεύουσιν ἐξελϑεῖν Thuc. 3, 20; vgl. Ar. Plut. 1111; – ohne Zusatz, auf Neuerungen im Staate ausgehen, Plat. Legg. IX, 856 c u. öfter. – Im guten Sinne, den Zeitpunkt wahrnehmen, εἰςῆλϑεν ἐπιβουλεύσας ὅπως ἂν ἀλυπότατα εἴποι Xen. Cyr. 1, 4, 13. – Pass. ἐπιβουλεύομαι, mir wird nachgestellt, Antiph. IV β 5 Thuc. 4, 60 Lys. 3, 39; ἐπιβουλευϑεὶς ἀνῃρέϑη, von einem Hinterhalte aus wurde er getödtet, Her.; Folgde; τὰ ἐπιβουλευόμενα, Nachstellungen, Xen. Hipparch. 9, 8; – ὅσα πράγματα ἐπιβουλεύεται Antiph. 2 α 1. – Med. ἐπιβουλεύσασϑαι, = act., Thuc. 3, 82, wofür D. Cass. 59, 26 ἐπιβουλευϑῆναι hat; aber ἐπιβουλεύσομαι steht für das fut. pass. Xen. Cyr. 5, 4, 34.
-
2 ἐπιβουλεύω
A plot, contrive against, c. dat. pers. et acc. rei,ἐ. < κακὸν> πόλει Tyrt.4.8
;ἐπανάστασίν τινι Hdt.3.119
; θάνατόν τινι ib. 122, And.4.15; ;κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Th.6.54
.b. c. dat. only, plot against, lay snares for,τῇ πόλει A. Th.29
codd., SIGl.c.; , Th.6.60; ;τῇ πολιτείᾳ D.8.40
: c. dat. rei, tamper with, σφραγῖδι Cat.Cod. Astr.2.193: abs., οὑπιβουλεύων the plotter, S.OT 618, cf. Pl.Lg. 856c, Arist.EN 1135b33: also in [tense] aor.1 [voice] Med., plot, Arr.Epict.4.1.160.c .c.acc. rei only, plan secretly,τὸν ἔκπλουν Th.7.51
;ἀπόστασιν Id.8.60
, etc.2. c.dat. rei, form designs upon, aim at,πρήγμασι μεγάλοισι Hdt.3.122
;ἀνδριάντι Id.1.183
; , etc.; ἔργοιςτοιούτοις Lys.28.8
.3. c. inf., purpose or design to do, Ἀρίοναἐκβαλόντες ἔχειν τὰ χρήματα Hdt.1.24
;ἐπιχειρήσειν Id.6.137
; ;ἐξελθεῖν Th.3.20
;καταλῦσαι τὴν δημοκρατίαν Lys.13.12
;ἀποκτεινύναι Pl.R. 566b
; alsoἐ. ὅπως.. X.Cyr.1.4.13
: abs., Th.3.82.4. to be injurious,δριμύτητα τοῖς ὀφθαλμοῖς -εύουσαν Paul.Aeg. 6.9
.II. [voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med. - εύσομαι (in pass. sense) X.Cyr. 5.4.34: [tense] fut. [voice] Pass.- ευθήσομαι D.C.52.33
: [tense] aor.- εβουλεύθην Antipho 4.2.6
, Th.1.82, D.22.1, Men.481.15, etc. (but v. supr. 1.1 b):—to have plots formed against one, to be the object of plots, Antiphol.c.; ὑπό τινος Th.4.60, 64, Isoc.4.140; εἰς χρήματα D.l.c.2. of things, to be designed against, : abs., Antipho 2.1.1, Th.3.96; τὰ ἐπιβουλευόμενα plots, X.Eq.Mag.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβουλεύω
-
3 επαναστασις
- εως ἥ1) вставание(ἐ. χαλεπῶς γενομένη Diod.)
2) восстание Her., Plat., Arst., Plut.ἐ. τινι Thuc., Plat. — восстание против кого-л.;
ἐπαναστάσεις θρόνων Soph. — восстания против царской власти3) выступ, шишка (на голове)(ὄφεις ἔχοντες ἐπανάστασιν Arst.)
-
4 επιβουλευω
1) реже med. втайне замышлять, устраивать, готовить(ἐπανάστασιν и θάνατόν τινι Her.; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι ἐ. Thuc.; τῷ δήμῳ κακόν τι Arph.)
τὸ ἐπιβουλεύσασθαι Thuc. — хитрый замысел2) строить козни, устраивать заговор(μήτ΄ ἐ. μήτ΄ ἐπιβουλεύεσθαι Plat., Arst.; τῇ πολιτείᾳ Dem.; τῷ πλήθει Thuc., Arph.)
ἐπιβουλευομένη ἥ πᾶσα Σικελία Thuc. — вся Сицилия, ставшая жертвой интриг;τὰ ἐπιβουλευόμενα Xen. — козни;οὑπιβουλεύων (= ὅ ἐπιβουλεύων) Soph. — строящий козни3) затевать, метить (куда-л.), стремиться(πρήγμασι μεγάλοισι Her.; ἐ. τοιούτοις ἔργοις Lys.; τυραννίδι Plat.)
4) задумывать, затевать, решать(ποιεῖν τι Her., Thuc., Arph.)
-
5 συνεπίσταμαι
A to be privy to,τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19
;ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21
;σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23
, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι ς. Id.VH2.31, cf. Cal. 9;ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27
.2 know perfectly well or fully,πολλάκις ἑώρακα.. τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg. 821c
; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE 177a27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπίσταμαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский